- ἔκανες
- καίνωkillaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Qu'as-tu fait à la guerre, Thanassis ? — Qu as tu fait à la guerre, Thanassis ? Données clés Titre original Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση; (Ti ékanes ston polémo, Thanássi ?) Réalisation Dínos Katsourídis Scénario Dínos Katsourídis Assimakis G … Wikipédia en Français
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί … Dictionary of Greek
Κατσουρίδης, Ντίνος — (Λευκωσία 1927 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Εργάστηκε ως φωτογράφος πλατό, βοηθός οπερατέρ, μοντέρ, διευθυντής φωτογραφίας και διευθυντής παραγωγής. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με το αστυνομικό… … Dictionary of Greek
μαδάρα — μαδάρα, η και μαντάρα, η 1. τόπος χωρίς δέντρα κατάλληλος για βοσκή. 2. φρ., «Τα κανε μαντάρα», προκάλεσε μεγάλη καταστροφή, τα έκανε άνω κάτω· «Μαντάρα μας έκανες», μας έκανες ρεζίλι, μας εξευτέλισες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
Цохатзопулос, Акис — Акис Цохатзопулос греч. Άκης Τσοχατζόπουλος … Википедия
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
εκληθάνω — ἐκληθάνω (Α) κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι εντελώς («ἔκ μ ἔλασας ἀλγέων» μ έκανες να ξεχάσω τελείως τα βάσανά μου) … Dictionary of Greek
ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η … Dictionary of Greek